- βάρδιστος
- βάρδιστος, η, ον, poet. for βράδιστος, [comp] Sup. of βραδύς, Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: [comp] Comp.A
βαρδύτερος Theoc.29.30
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρδύτερος Theoc.29.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βάρδιστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρδύτεροι — βάρδιστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρδισται — βάρδιστος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρδιστοι — βάρδιστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)